γαμψῶνυξ

γαμψῶνυξ
γαμψ-ῶνυξ, υχος (ὄνυξ): with crooked claws, talons, αἰγυπιοί.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γαμψώνυξι — γαμψῶνυξ with crooked talons masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαμψώνυξιν — γαμψῶνυξ with crooked talons masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαμψώνυχας — γαμψῶνυξ with crooked talons masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαμψώνυχες — γαμψῶνυξ with crooked talons masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαμψώνυχι — γαμψῶνυξ with crooked talons masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαμψός — ή, ό (AM γαμψός, ή, όν) κυρτός, αγκυλωτός αρχ. (για πτηνά) ο γαμψώνυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το γνάμπτω* «κάμπτω, λυγίζω». Το απλό γαμψός προήλθε κατ απόσπαση από το αρχαϊκό σύνθετο γαμψώνυξ < *γναμψωνυξ (πρβλ. και λειψός < λειψόθριξ …   Dictionary of Greek

  • γαμψώνυχος — η, ο (AM γαμψώνυχος, ον και γαμψῶνυξ, ό, ή) (για αρπακτικά πτηνά και θηρία) αυτός που έχει γαμψά, κυρτά νύχια …   Dictionary of Greek

  • γλαύκα — και γλαύξ (γλαυκός), η (AM γλαύξ, Α και γλαῡξ) 1. η κουκουβάγια, νυκτόβιο αρπακτικό τής τάξης γλαυκόμορφα ή στιγγόμορφα 2. φρ. «κομίζει γλαύκα εις Αθήνας», «γλαῡκ Ἀθήναζε», «γλαῡκ ἐς Ἀθήνας» παρουσιάζει ως νέο κάτι πασίγνωστο, κάνει κάτι εντελώς… …   Dictionary of Greek

  • πλουσιόψυξ — υχος, ὁ, ἡ, Μ άνθρωπος πλουσιόψυχος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού πλουσιόψυχος, που σχηματίστηκε αναλογικά προς τα μονοκατάληκτα επίθετα της γ κλίσης (πρβλ. γαμψῶνυξ, ώνυχος)] …   Dictionary of Greek

  • όνυχας — Ορυκτό που αποτελεί μια ποικιλία του χαλκηδόνιου και μοιάζει με αχάτη. Όπως αυτός, παρουσιάζει ταινίες διάφορων χρωμάτων, που διακρίνονται καθαρά η μία από την άλλη· οι ταινίες αυτές αντιστοιχούν στις διάφορες περιόδους σχηματισμού του ορυκτού… …   Dictionary of Greek

  • γαμψωνύχων — γαμψώνυχος with crooked talons masc/fem/neut gen pl γαμψῶνυξ with crooked talons masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”